Τετάρτη 19 Απριλίου 2017

''Easter in Sikinos''



''Πάσχα στη Σίκινο''

       Ο Αδαμάντιος Κοραής κάνει μισή μέρα να φτάσει στη Σίκινο, το ταξίδι όμως δεν είναι καθόλου βαρετό, ειδικά αν ο καιρός είναι καλός. Το πλοίο σταματάει στις μισές Κυκλάδες και έτσι οι επιβάτες μπορούν να πάρουν μια καλή γεύση απ`το Ελληνικό καλοκαίρι ακόμα κι αν είναι άνοιξη. Συνεπιβάτης μας ήταν ο Χοσέ απ`την Βενεζουέλα, ο φίλος του Ψηλού. Μας έκανε να ονειρευτούμε υπερατλαντικά ταξίδια. Μισή μέρα πτήση είναι και το ταξίδι για το Καράκας. Ένα Καράκας που αγωνίζεται. Κατέβηκε στη Φολέγανδρο.
        Μόνο εμείς αποβιβαστήκαμε στη Σίκινο και άλλη μια οικογένεια. Μας υποδέχτηκε ο Δήμαρχος, γιος της κυρίας Φλόρας που έχει το παντοπωλείο δίπλα στο λιμάνι. 
        Την πρώτη κιόλας μέρα νομίζω πως συναντήθηκα με όλους τους κατοίκους του νησιού τον Τέρρι, τον Βραζιλιάνο και τον Παπά που παίζει βιολί. Έμαθα και τα πάντα για την ιστορία του. Οι Ιταλοί ερωτοτροπούσαν με τις ντόπιες και οι χριστιανοί έχτισαν εκκλησία με τα απομεινάρια του αρχαιοελληνικού ναού. Ούτε καν.
         Την δεύτερη μέρα ψήσαμε αρνάκι για να τηρήσουμε το έθιμο. Τι μακάβριο έθιμο; Νομίζω πως οι άνθρωποι θα εξελιχθούν σε ανώτερο είδος μόνο όταν σταματήσουν να τρέφονται με άλλα θηλαστικά. Τότε ίσως πάψουμε να λεγόμαστε Χόμο Σάπιενς. Ελπίζω αυτό να γίνει πριν σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε την γλώσσα μας για να μιλάμε και τα δάχτυλα μας για να γράφουμε. 
         Ο λόγος που ήρθαμε στο νησί ήταν για σκάουτινγκ, δηλαδή να βρούμε σπότς για βάψιμο, πράγμα πολύ δύσκολο στις Κυκλάδες. Η αρχιτεκτονική είναι τόσο όμορφη, απλή και ανθρώπινη. Οι φόρμες των οικοδομημάτων συνέχεια με εκπλήσσουν. Το φως του Αιγαίου αντανακλάται έντονα στο λευκό του ασβέστη και οι σκιές είναι από μόνες τους ικανές να διακοσμήσουν αυτά τα ταπεινά διαμάντια της αρχιτεκτονικής που έχτισαν μάστορες με μεράκι από ανάγκη για στέγη πριν κάποιους αιώνες. Ο Λε Κορμπυζιέ και ο Ζαν Κωκτώ ήταν απ`τους πρώτους που εκτίμησαν αυτά τα χαμόσπιτα και τα ξωκλήσια την εποχή των ουρανοξυστών. Δεν τολμώ να βάψω κανένα απ`αυτά τα σπίτια. Ίσως έχω έναν πόθο να διακοσμήσω εσωτερικά μια ξεχασμένη εκκλησία με αγιογραφίες στο στυλ μου αλλά δεν τολμώ καν να το προτείνω στις τοπικές αρχές, αν και είμαι σίγουρος πως θα γινόταν τουριστική ατραξιόν αλλά δεν είναι αυτό το νόημα. Το μόνο μέρος που νομίζω μπορούμε να βάψουμε χωρίς να προσβάλουμε το περιβάλλον και την αισθητική του τοπίου είναι το υδραγωγείο, αυτό το αδιάφορο κτίσμα στην κορυφή του χωριού. 
        Τελικά έπεισα τον Κύριο Μιχάλη να διακοσμήσω την πόρτα του αφού πρώτα του έδειξα όλη την δουλειά μου. Έκανα μια άγκυρα για να ταιριάζει με τα ψαροκάϊκα που είναι παρκαρισμένα στο λιμάνι και φυσικά χρησιμοποιήσα την μπλε παλέτα μου, απ' την εποχή των Ηλεκτρονικών Κυκλάδων. 
        Το προηγούμενο βράδυ είχαμε μια μεγάλη κουβέντα για την υπεραλιεία. Η ζωή στον βυθό κινδυνεύει, όχι μόνο στις Κυκλάδες αλλά σε όλη την Μεσόγειο. Είναι εύκολο να εθελοτυφλούμε καθώς ο βυθός είναι ένας άλλος κόσμος αλλά σύντομα θα είναι σπάνια τα ψάρια αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Την επόμενη μέρα παρατήρησα την θάλασσα. Δεν είδα κανένα ψάρι, μόνο έναν νεκρό γλάρο να επιπλέει. Θυμήθηκα ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει για την ζωή στον βυθό. Τα τεχνητά ναυάγια μπορούν να βοηθήσουν στην αναπαραγωγή των οργανισμών καθώς τους παρέχουν προστασία. Στην ακτή υπήρχαν γύρο στα δεκατέσσερα παρατημένα καΐκια. Οι ψαράδες είτε είχαν πεθάνει, είτε είχαν αφήσει το επάγγελμα γιατί δεν ήταν πια προσοδοφόρο. Ποιος να ανταγωνιστεί άλλωστε τις μεγάλες τράτες. Μου ήρθε τότε η ιδέα να βάψουμε τα παρατημένα καΐκια και να τα βυθίσουμε στην θάλασσα αφού πρώτα αφαιρέσουμε όλα τα μέρη που μπορεί να την μολύνουν. Έτσι να φτιάξουμε ένα είδος υποθαλάσσιας πολιτείας για τα πλάσματα του βυθού. 
         Είπα την ιδέα μου όταν γύρισα στην Αθήνα στον Ψηλό και γέλασε. Τι φάση μου είπε, την είδες Αι Ουέϊ Ουέϊ; Δεν είχε περάσει απ`το μυαλό μου αυτό. Μάλλον πιο πολύ μου θυμίζει τον Μάθιου Μπάρνεϊ.
          Ελπίζω να επιστρέψω σύντομα στην Σίκινο και ίσως κάνω και αυτή την φαντασίωση μου πραγματικότητα ή ίσως απλά βάψουμε το υδραγωγείο. Να δω και από κοντά τον ναο της Επισκοπής που δεν πρόλαβα.


Κυριακή 2 Απριλίου 2017

''Labas''











''Λαμπά''

       Μετά τις περιπέτειές μας στην επαρχία της βόρειας Ιταλίας καταλήξαμε στη Μπολόνια. Πρώτη φορά ήρθα εδώ πολύ νεαρός, πρέπει να ήμουν δεκατεσσάρων. Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση αυτή η πόλη. Ό,τι είχα δει μονάχα στο Εμ τι βι, ήταν εδώ πραγματικότητα. Πάνκιδες στην Πιάτσα Μαντζόρε, ράπερς να κάνουν φριστάϊλ στη Βία Ιντιπεντένζα, Ρέϊβερς στο λεωφορείο βγαλμένοι από βίντεο κλιπ των Πρόντιτζι, είχε τα πάντα. Αργότερα ξαναπήγα στη Μπολόνια για να βρω τον αδερφό μου που δούλευε εκεί στο μπιστρό Ρόζα Ρόζε. Ήταν το πρώτο ταξίδι που έκανα εκτός Ελλάδας τελείως μόνος. Από Κέρκυρα με καράβι, εικοσιτέσσερις ώρες πλοίο χωρίς καμπίνα με το Όνομα Του Ρόδου για παρέα. Μετά κάποιες ώρες τρένο και εκεί που νομίζεις πως έχεις φτάσει λεωφορείο 45 λεπτά για το σπίτι του Άρη. Νομίζω πως όταν έφτασα λιποθύμησα απ' την κούραση. Ένα διαμέρισμα που έμεναν άλλοι πέντε Έλληνες, αιώνιοι φοιτητές. Στη Μπολόνια σπούδασαν πολλοί που αργότερα έπαιξαν ρόλο στην ζωή μου αλλά και στην σκηνή της Αθήνας γενικότερα. Ο Ρους που φτιάχνει όμορφα ποπ τραγούδια, η Λένα Τεμπονέρα που ήταν η πρώτη που μου ζήτησε να δείξω έργο μου σε έκθεση, ο φίλος του αδερφού μου του Σωκράτη, Δημήτρης Παπαϊωάννου που οργάνωνε το Synch, o Σπύρος Μαλτέζος που πρόσφατα μου πήρε συνέντευξη για το πρότζεκτ του 210 και άλλοι πολλοί. Στην Μπολόνια ξαναβρέθηκα και την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας που μόλις είχα τελειώσει το λύκειο. Ήθελα να σπουδάσω εκεί, στη σχολή DAMS, ντράμα, άρτε, μούζικα ε σπετάκολο που είχε ιδρύσει ο Ουμπέρτο Έκο, πρύτανης τότε του πανεπιστημίου. Ήμουν πολύ νέος όμως, δεν είχα καμία οικονομική βοήθεια, τρόμαξα να σταθώ στα πόδια μου και γύρισα στην Ελλάδα μετά από λίγο καιρό. Ίσως ένα απ' τα πράγματα που έχω κάνει και έχω μετανιώσει πιο πολύ ήταν αυτή η επιστροφή μου στην Ελλάδα. Έπρεπε να μείνω εκεί, να παλέψω και να σπουδάσω αυτό που πραγματικά ήθελα. Πιστεύω τώρα θα είχα καταφέρει πολύ περισσότερα, δεν θα έχανα τόσο χρόνο για να μάθω την τέχνη μόνος μου και θα μπορούσα να προσφέρω περισσότερα σε όσους αγαπάω. Έκανα το λάθος όμως και γύρισα στην Ελλάδα, ξαναέδωσα πανελλήνιες και πέρασα στη Φιλοσοφική την οποία να μην αδικώ, χάρη σε κάποιους καθηγητές, μου προσέφερε πολλά.
       Επέστρεψα στην Μπολόνια δώδεκα χρόνια μετά, άλλος άνθρωπος. Φτάσαμε στο σταθμό των τρένων. Λίγο περπάτημα ως το σπίτι του Σέζαρε του Αργοναύτη που θα μας φιλοξενούσε. Το σπίτι του έμοιαζε πολύ σε αυτά που έμενε κατά καιρούς ο αδερφός μου, γεμάτο όμως με πίνακες ζωγραφικής. Έπειτα πήγαμε κατευθείαν στην κατάληψη με το όνομα Λαμπά, που ήταν και ο λόγος που ήρθαμε στην Ιταλία, για να στηρίξουμε την ελευθεριακή κατάληψη Λαμπά του κτηρίου της πρώην Καζέρνα Μασίνι, μια απ' τις δυο τελευταίες που έχουν απομείνει στην πόλη. 
       Η Μπολόνια παλιότερα είχε πολλές καταλήψεις και κοινωνικούς χώρους ακόμα και απ' την εποχή του εξήντα. Στη Μπολόνια βρίσκεται το πρώτο πανεπιστήμιο της Ευρώπης που χρονολογείται απ' το 1088. Οπότε ανέκαθεν ήταν μια πόλη με νέους ανθρώπους, διανοητές και ένα όραμα διαφορετικό για τον κόσμο. 
       Τα τελευταία χρόνια όμως η Μπολόνια έχει αλλάξει πολύ. Πάνκιδες δεν βλέπεις πια, ούτε ρέϊβερς ούτε τζιβάτους, έχουν μπει όλα σε μια κανονικότητα. Αυτή είναι και η τάση γενικότερα άλλωστε στον δυτικό κόσμο. 'Ενας καθωσπρεπισμός, μια επιδίωξη για γκλαμουριά, το βλέπεις και στα κλάμπς ακόμα και στην Αθήνα. Παλιά το Πλας Σόντα, τώρα Βένιου ή δεν ξέρω τι; Μια γκλαμουριά που είναι ΟΚ, με μερικές δόσης χυδαιότητας. Ακόμα και στην πολιτική, ο συντηρητισμός και η άκρα δεξιά έχουν δυστυχώς ανοδική τάση. Ο συντηρητικός δήμαρχος της Μπολόνια εκτός απ' την πρέζα που κατάφερε ευτυχώς να καθαρίσει, εκτόπισε και τους κοινωνικούς και ελευθεριακούς θύλακες που έκαναν αυτή την πόλη δημιουργική και ζωντανή. Η Μπολόνια έμοιαζε με το Βερολίνο κάποτε και τώρα είναι απλά μια πόλη του Βορρά. Μπορείτε να πάρετε λίγο απ' το παλιό βάϊμπ της πόλης αν βρείτε την ταινία Bon Plan του Jerome Levy.
       Καλλιτέχνες απ' όλη την Ευρώπη, ο Bisser απ' το Βέλγιο, 1UP απ' το Βερολίνο, Ruin και Skirl απ' τη Βιέννη, ο Cassiu απ' τη νότια Ιταλία, ο Digo Diego απ' την Ισπανία, ο ντόπιος Νemo και εγώ. Καλεσμένοι όλοι από την Ιβάνα που τρέχει το πρότζεκτ Urban Lives και τη συνέλευση της κατάληψης. Ήρθαμε για να στηρίξουμε τον αγώνα τους. Η κατάληψη απειλείται με κλείσιμο σύντομα και αυτά συνήθως γίνονται με βίαιο τρόπο. Στην αρχή καθίσαμε όλοι μαζί και μιλήσαμε για το τι προσφέρει η κατάληψη στην τοπική κοινωνία αλλά και τα προβλήματα και τις απειλές που δέχονται για κλείσιμο. Μας προειδοποίησαν πως υπάρχει ενδεχόμενο να επέμβει η αστυνομία για να μας σταματήσει καθώς το όλο εγχείρημα είναι παράνομο, αλλά αν αυτό συμβεί θα καλύψουν τα νότα μας. Μας υπέδειξαν τους τοίχους που ήταν διαθέσιμοι για βάψιμο και εγώ έκανα μια βόλτα στους χώρους για να διαλέξω τον δικό μου. Ξαφνικά είδα μπροστά μου εφτά πυραμίδες φτιαγμένες από χοντρά κλαδιά δέντρων δεμένων με σύρμα και καλώδια. Ρώτησα τότε να μάθω τι είναι αυτά και για πιο λόγο είναι δεμένα. Μου απάντησαν πως είναι οδοφράγματα που μετακινούνται εύκολα για να σταματήσουν τα οχήματα της αστυνομίας σε περίπτωση εφόδου. Ενθουσιάστηκα με αυτό! Σαν αυτά της γραμμής Μαζινό που σταματούσαν τα τανκς των Ναζί. Είχαμε έρθει εδώ για να βοηθήσουμε τον αγώνα τους για να κρατήσουν την κατάληψη και αυτά είναι τα οδοφράγματα που θα καθυστερήσουν μια ενδεχόμενη έφοδο της αστυνομίας. Μόλις βρήκα τι θα βάψω σκέφτηκα. Απ' τον καιρό του Αρσένη ήμουν ειδικός στα οδοφράγματα. Τους ρώτησα αν είναι δυνατό να επέμβω σε αυτά και τους πήρε λίγη ώρα να αποφασίσουν αλλά τελικά δέχτηκαν. Θυμήθηκα και τον παλιό μου σύντροφο Άλεξ απ' τον Μπερντέ στα Ιλίσια που επισκέφτηκα πρόσφατα για να βάψω έναν τοίχο. Εκεί είχαν διάφορα χρωματιστά παλούκια δίπλα στην είσοδο και όταν τα είδα του είπα ότι είναι πολύ όμορφα και αυτός γέλασε. Ίσως δεν είναι καλή ιδέα να το γράψω αυτό αλλά ελπίζω πως οι φασίστες δεν διαβάζουν αυτά τα κείμενα. 
       Συγκέντρωσα όλα τα ξύλα στην μέση του χώρου και τα έβαψα με μαύρο χαμηλά για να δίνουν την ψευδαίσθηση πως αιωρούνται, όπως ο αρχαίος ναός στην Πελοπόννησο που είχε αναφέρει και ο Κώστας Βαρώτσος σε πρόσφατη ομιλία του. Το ψηλότερο μέρος της κατασκευής έκανα λευκό και τις άκρες κοκκινοπές για να συμβολίζουν τον αγώνα μας. Στο τέλος έγραψα πάνω απ' την μεγάλη θήρα ΚΑΤΑΛΕΙΨΗ και θυμήθηκα το ανορθόγραφο πανό που είχε η κατάληψη του γυμνασίου του Αϊ Γιάννη στην Κέρκυρα την εποχή των σχολικών μου χρόνων.
       Αυτό ήταν τελείωσα, καμία έκρηξη αυτή την φορά γιατί η καλύτερη επίθεση είναι η άμυνα. Όπως και στο ποδόσφαιρο αλλά και την στρατηγική. Οι στρατοί παλιότερα, όταν οι πόλεμοι γίνονταν ακόμα με τιμή και οι εχθροί έλυναν τις διαφορές τους στήθος με στήθος φρόντιζαν για την αισθητική και εμφάνισή τους ώστε να είναι φανταχτερή και όμορφή όπως των ινδιάνων, των ιπποτών του μεσαίωνα και των σαμουράϊ. Όμως πια ο πόλεμος δεν έχει πρόσωπο. Ιπτάμενες μηχανές, αέρια μουστάρδας, η μάχη σώμα με σώμα είναι πια παρελθόν οπότε και η αισθητική της χάθηκε μαζί με την ηθική του πολέμου, κατάντησε στο καμουφλάζ και τον βομβαρδισμό. 
       Θα ήθελα πολύ να είμαι εκεί σε περίπτωση που εμφανιστούν οι αστυνομικοί για να εκκενώσουν την κατάληψη και να δω την έκφρασή τους όταν αντικρίσουν αυτό το οδόφραγμα. Ελπίζω να τους κάνει να διστάσουν έστω και για λίγο να μπουκάρουν.
       Αγωνιστικούς χαιρετισμούς απ' τη Μπολόνια.

                                                                 

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

 ''Officine Reggiane'' 






  
''Οφφίτσινε Ρετζάνε''

          Δεύτερη στάση στο ταξίδι μας ήταν το Ρέτζιο Εμίλια, μικρή πόλη κοντά στην Μπολόνια. Εκεί θα γινόταν το μεγάλο γκραφίτι τζαμ που όλοι οι ζουζούνιδες/βρωμοπαντελόνιδες περίμεναν. Στο δρόμο για εκεί η Ιβάνα μου είπε λίγα λόγια για την ιστορία του εγκαταλειμμένου εργοστασίου που θα βάφαμε.
          Το 1904, στην αυγή της ιταλικής βιομηχανοποίησης της παραγωγής στο Ρέτζιο Εμίλια εγκαταστάθηκε μια μεταλλουργία με το όνομα Οφφίτσινε Ρετζάνε. Για τις ανάγκες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου η παραγωγή του εργοστασίου στράφηκε στην πολεμική βιομηχανία και αργότερα στην αεροναυπηγική και πιο συγκεκριμένα στην παραγωγή ιπτάμενων πολεμικών μηχανών όπως το θρυλικό RΕ 2000, τον βασιλιά των πολεμικών αεροσκαφών που ερχόταν απ' το μέλλον. Μετά και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η εταιρεία άρχισε να κάνει ομαδικές απολύσεις και οι εργάτες αντέδρασαν και κατέλαβαν το εργοστάσιο το 1950. Στόχος τους ήταν οι καλύτερες εργασιακές συνθήκες και η μετατροπή της παραγωγής σε άλλα αγαθά. Οι αγρότες και παραγωγοί της περιοχής στάθηκαν αλληλέγγυοι σε αυτό το εγχείρημα και έδιναν τα προϊόντα τους στους καταληψίες. Οι εργάτες κατάφεραν μέσα σε ένα χρόνο, δουλεύοντας χωρίς κέρδη αλλά και χωρίς αφεντικά να σταματήσουν την παραγωγή πολεμικών μηχανών και να δημιουργήσουν το πρωτότυπο τρακτέρ R60. Η κατάληψη έληξε στις 8 Οκτωβρίου του 1951 και από τότε η παραγωγή του εργοστασίου είχε μόνο ειρηνικούς σκοπούς. 
         Η Ιβάνα επέμενε πως είχε πολύ σημασία για την Ιταλική ιστορία. Ναι, γιατί όχι και για την παγκόσμια σκέφτηκα αλλά αργότερα όταν έψαξα τον Ελληνόφωνο ιστοχώρο δεν βρήκα καμία αναφορά. Nα γιατί αποφάσισα να σας γράψω μερικές από αυτές τις βαρετές πληροφορίες.
         Φτάσαμε στο Ρέτζιο Εμίλια πεινασμένοι, μπήκα σε ένα μπαρ και παρήγγειλα ένα γλυκό με μασκαρπόνε και ρύζι. Το έφαγα πολύ γρήγορα κατέβηκα τις σκάλες να βρω την τουαλέτα να κατουρήσω και διαπίστωσα πως το υπόγειο ήταν κρυφή χαρτοπαικτική λέσχη. Ουέλκομ του Ιτάλια! Ακριβώς απέναντι ήταν το διαμέρισμα της Κιάρα που θα μας φιλοξενούσε. Στο δωμάτιο είχε μια καρτ ποστάλ με τον Κιθ Χάρινγκ και μια παλέτα με χρώματα καρφωμένη στον τοίχο. Έπρεπε να ξεκουραστούμε γιατί το πρωί ήταν το τζαμ και ήμασταν ήδη 2 μέρες στο δρόμο και βάψιμο σερί. 
         Το εργοστάσιο βρισκόταν πίσω απ`τον σταθμό των τραίνων δίπλα στο γιάρντ. Πρώτα βλέπεις μια παλιά τοιχογραφία του Μπλου που είναι απ' την Μπολόνια. Όλοι απ' το κρου αποφάσισαν να βάψουν έξω την μάντρα του εργοστασίου και εγώ μπήκα μέσα να εξερευνήσω τα αχανή κτήρια του. Το εργοστάσιο έχει εγκαταλειφθεί απ' το 2008 και εκτός από πέτρες και σπασμένα τσάμια δεν έχει και πολλά αντικείμενα. Στα πιο καλοδιατηρημένα κτήρια μένουν άνθρωποι. Δεν τους είδα αλλά το κατάλαβα απ' τα απλωμένα ρούχα. Μπήκα σε ένα απ' τα κτήρια που δεν είχε πολλά γκραφίτι και αποφάσισα να βάψω εκεί. Άρχισα μαζεύοντας ό,τι αντικείμενο βρήκα ενδιαφέρον, την φωτογραφία ενός κλαρκ, μια σκασμένη μπάλα, ένα μεγάλο σωλήνα, μια απαγορευτική πινακίδα, ένα ακέραιο μπουκάλι, ένα πορτοκαλί δίχτυ και μια σάπια ξύλινη ρόδα. και άρχισα να χτίζω έναν φούρνο στο πλάι για να βάλω φωτιά αργότερα. Τα τοποθέτησα σαν να μου είχαν ζητήσει να κάνω ένα σκηνικό για μια θεατρική παράσταση με θέμα τον αγώνα των εργατών και τα χρωμάτισα και λίγο με το κόκκινο για να ζωντανέψουν. Προς μεγάλη μου έκπληξη, εμφανίστηκε απ' το πουθενά η Κιάρα που μας φιλοξενούσε, είχε διαβάσει λέει για το τζαμ και ήρθε να μας βρει μετά την δουλειά. Το είχα καταλάβει πως είναι φιλότεχνη. Κονόσι Κουνέλης; Με ρώτησε. Οφκόρς της απάντησα. Οφκόρς, χι ουόζ γκρίκ. Στο τέλος, λίγο πριν νυχτώσει, άναψα τον φούρνο που δημιούργησε εκρήξεις. (Tην όλη διαδικασία μπορείτε να παρακολουθήσετε και στο παρακάτω βίντεο). 
        Είμαι πολύ διχασμένος μέσα μου για τις εκρήξεις. Από μικρός μου άρεσε να παίζω με την φωτιά και στο Τεμπλόνι που μεγάλωσα, διασκέδαζα πολύ όταν καίγαμε τα ξερόχορτα ή τα κλαδιά με τα το κλάδεμα την Άνοιξη και το Φθινόπωρο. Γενικότερα είχα καλή σχέση με την φωτιά και ακόμα ξαφνιάζομαι, όταν βλέπω παιδιά της πόλης να την χειρίζονται αδέξια. Κάθε πρωί, μαζί με την αδερφή μου ανάβαμε την ξυλόσομπα πριν πάμε σχολείο για να βρούμε το σπίτι ζεστό μετά το σχόλασμα μιας και αυτή η ξυλόσομπα ήταν η μόνη σοβαρή πηγή θερμότητας στο σπίτι που μεγάλωσα. Αν και η φωτιά είναι απρόβλεπτη και πρέπει πάντα να την φοβόμαστε, οπότε ας μην είμαι υπερόπτης.  Αργότερα στην Αθήνα στο φοιτητικό κίνημα αλλά και τη εξέγερση του Δεκέμβρη ήμουν από αυτούς που έστηναν τα οδοφράγματα και έβαζαν φωτιές στους μεταλλικούς κάδους για να σπάσει το δακρυγόνο όπως λέγαμε. Με γοήτευε η φωτιά και η πρώτη γραμμή αλλά ποτέ δεν πέταξα μολότοβ ή έκαψα κάποια περιουσία, όχι από δειλία αλλά από επιλογή. Είχα πίσω μου τους Επουφίτες της φιλοσοφικής να με κράζουν που συμμετείχα στα μπάχαλα και μπροστά μου τους μπαχαλάκηδες να με λένε φλώρο που δεν κάνω δολιοφθορές. Αλλά οι εκρήξεις είναι πάντα όμορφες και εντυπωσιακές σε ελεγχόμενα πλαίσια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σαν μορφή βίας όμως σε άλλες καταστάσεις και αυτό είναι κάτι που με τρομάζει. Μια μορφή άνανδρης βίας που ο κάθε θρασύδειλος μπορεί να χρησιμοποιήσει για να τρομάζει όποιον δεν γουστάρει. Εκρήξεις και βόμβες χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν και τρομοκράτες αλλά τουλάχιστον κάνουν ένα προειδοποιητικό τηλεφώνημα ώστε να μην υπάρχουν ανυποψίαστα θύματα. Όταν δεν το κάνεις αυτό μπορεί να σκοτώσεις οποιονδήποτε, μια περαστική γιαγιούλα που κατέβηκε να πετάξει τα σκουπίδια στις πέντε το πρωί, κάποιον άστεγο ή ακόμα και κάποιο αδέσποτο σκύλο. Πραγματικά η φωτιά, όπως και η πυρηνική ενέργεια είναι μια δύναμη που αν πέσει στα χέρια ανόητων μπορεί μόνο κακό να κάνει. Γι' αυτό θύμωσαν και οι θεοί με τον Προμηθέα μάλλον. Ο λόγος που κάνω τις εκρήξεις εγώ δεν έχουν καμία σχέση με τον τρόμο ή την βία. Προσπαθώ να δείξω μάλλον το αντίθετο. Ενώ έχω την τεχνογνωσία, την δύναμη και τα υλικά να προκαλέσω βία και τρόμο εγώ τα χρησιμοποιώ μόνο για ψυχαγωγικούς σκοπούς όπως ο πυροτεχνουργός του Εγγονόπουλου στο ποίημα ''Περί Ύψους''  έφτιαχνε τα πυροτεχνήματα για τα πανηγύρια. Μόνο που εγώ δεν πίνω στα καπηλειά και έχω μια Ελένη να με περιμένει και να φροντίζει να μην σκοτωθώ. 
       Φεύγοντας αφήσαμε στην Κιάρα ένα τριαντάφυλλο που πήραμε στο δρόμο, μερικά αυτοκόλλητα και ένα τυπωμένο ασπρόμαυρο στόμα. Έπρεπε να φύγουμε για Μπολόνια γρήγορα με το τραίνο το πρωί.  


                                                                   


''Rurales''













''Ρουράλες''

        Μας παρέλαβε απ' το αεροδρόμιο ο Σέζαρε. Κλασσικό γκραφιτάμαξο με κατεβασμένο το κάθισμα πίσω για να χωράνε τα κοντάρια και οι μπογιές, γεμάτο σκουπίδια. Mου θύμισε τον Ιγνάτιο. Αμέσως τον συμπάθησα. Υπογράφει τα κομμάτια του ως Argonaut, δηλαδή Αργοναύτης. Δεν του είπα πως με λένε Ιάσονα για να μη γίνω γραφικός. 
        Φτάσαμε στο σπίτι του γεωπόνου Αλεσάντρο Γκαλενάρι που οργάνωνε το πρότζεκτ με το όνομα Άρτε Ρουράλες Εμίλια. Πήγαμε κατευθείαν για σκάουτινγκ σποτ στην γύρω αγροτική περιοχή. Στη διαδρομή μου εξήγησε σε πολύ γρήγορα Ιταλικά τι κάνουν εκεί. Η βασική πηγή εισοδήματος της περιοχής είναι η αγροτική παραγωγή αλλά ο τρόπος παραγωγής έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία χρόνια. Πριν, μεγάλοι και μικρότεροι γαιοκτήμονες διαχειρίζονταν την παραγωγή η οποία είχε ποικιλία, απασχολούσε πολλούς εργαζόμενους, σέβονταν το περιβάλλον και διανεμόταν κάπως πιο δίκαια ο πλούτος. 
        Το 2008, λόγο της κλιματικής αλλαγής η παραγωγή του καλαμποκιού στην Aϊώβα και την Νεμπράσκα μειώθηκε δραματικά. Τα ευαίσθητα φυτά, εξαιτίας τις τρύπας του όζοντος δεν κατάφεραν να δώσουν καρπούς. Το καλαμπόκι είναι πολύ σημαντικό συστατικό των ζωοτροφών οπότε αυτό οδήγησε σαν ντόμινο σε αύξηση στην τιμή του κρέατος και γενικότερα ένα κομφούζιο στα χρηματιστήρια και τις τράπεζες που έμεναν απλήρωτες ακόμα και στις ΗΠΑ. Ήταν η λεγόμενη Φούντ Κράϊσις που στις ειδήσεις δεν έπαιξε πολύ. Ίσως, βασικός λόγος για την γενικότερη κρίση και πόλεμο που ακολούθησε.
         Εκείνη την εποχή άλλαξε η αγροτική παραγωγή στη Ρέτζιο Εμίλια, Φεράρα και Μόντενα. Εκβιομηχανοποιήθηκε. Απέραντες εκτάσεις γέμισαν με καλαμπόκια. Οι μικροί καλλιεργητές αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις παραγωγές τους ή να εργαστούν στα μεγάλα μεταλλικά εργοστάσια που δημιουργήθηκαν από μεγάλες εταιρείες στην περιοχή για την παραγωγή, συλλογή και επεξεργασία του καλαμποκιού. Κάτι σαν ποστ-ίντερνετ Σταφύλια της Οργής του Στάινμπεγκ. Όπως την περίοδο της άλλης κρίσης πριν τον μεγάλο πόλεμο.
          Η βιοποικιλότητα χλωρίδας και πανίδας απειλείται. Η εντατική αγροτική παραγωγή οδηγεί στην εξάντληση και εξαθλίωση του αγροτικού τοπίου, παρακμή του φυσικού τοπίου αλλά ακόμα και της αρχιτεκτονικής. Ο Αλεσάντρο συνδυάζοντας την αγάπη του για την γεωπονία αλλά και το στριτ αρτ αποφάσισε να οργανώσει το πρότζεκτ ''Ρουράλες'', καλώντας άρτιστς απ' όλο τον κόσμο για να δημιουργήσουν στα εγκατελειμμένα κτήρια με σκοπό να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για το ζήτημα αυτό. 
           Σε αυτή την εξόρμηση ήμασταν ο Argonaut απ' την Μπολόνια, ο Ruin με τον Skirl απ' την Αυστρία, ο Kingsize των 1UP απ' το Βερολίνο και εγώ. Ο Αλεσάντρο μας έδειξε τα κομμάτια που είχαν κάνει άλλοι άρτιστς στο παρελθόν και μας πήγε σε ένα μεγάλο πέτρινο οίκημα καμία δεκαπενταριά χιλιόμετρα απ' το σπίτι του. Πρέπει να ήταν χτισμένο την εποχή της φεουδαρχίας. Η σκεπή είχε πέσει και πιο δίπλα υπήρχε ένας στάβλος που δεν είχε καταρρεύσει ακόμα. Αμέσως όλοι αρχίσαμε το βάψιμο. Πήρα μια μεγάλη ρόδα και την τσούλησα ως τον στάβλο όπου και την στρίμωξα σε ένα χοντρό δοκάρι που κρεμόταν απ' την σκεπή σαν ψωλή. Ήταν βασικά απ' αυτά τα δοκάρια που κρατάνε τις σκεπές αλλά αυτό αν και είχε πέσει δεν πήρε και την σκεπή μαζί του. Τα έβαψα άσπρα σε κάποια σημεία και τον τοίχο πίσω ώστε να κάνω κάποιου τύπου ιλουζιονισμού. Μετά πήρα το κοντάρι και έγραψα απέναντι ανορθόγραφα τη λέξη ΛΕΥΤΈΡΟΙΑ. Επιτέλους ένιωθα ελεύθερος μετά από αρκετό καιρό πίεσης στην Ελλάδα. Ελεύθερος κυρίως δημιουργικά χωρίς να με ενδιαφέρει η κρίση του καθενός παπουτσοπώλη, αμαξοπώλη, δικηγόρου, δήμαρχο-παράγοντα, αναρχοδικαστή, γκραφιτοσκληροπυρινικού, χιπστεροπροτοπώρου, ή Ντοκουμενιστή. Βάφαμε για την πάρτη μας και για να βοηθήσουμε τον Αλεσάντρο να σώσει την Γη που γεννήθηκε και ζει.
-Γη και Ελευθεροία
          Την επόμενη μέρα ο γεωπόνος Αλεσάντρο ή αλλιώς γκραφιτάς Tarkus οδήγησε εμένα παρέα με ένα ζευγάρι πολύ δυνατών Μπολονέζων καλλιτεχνών την Dielis και τον Luogo Comune σε ένα άλλο εγκατελειμένο σποτ το οποίο μου θύμισε πάλι οικία μεγάλης αγροτικής οικογένειας απ' την εποχή της φεουδαρχίας. Του είπα να μου βρει μια μεγάλη πόρτα. Έχω βαρεθεί τις τοιχογραφίες που θυμίζουν γιγάντια στίκερς. Προτιμώ τελευταία να βάφω πόρτες που μοιάζουν με τελαρωμένα έργα που μπορούν να αποκοπούν απ' την αρχιτεκτονική που δεν εκτιμώ και πολύ γενικά σαν τέχνη στη σημερινή της θεμελιακή μορφή.                
           Βρήκαμε μισή πόρτα, με μια τρύπα από πάνω σαν κάποιος να ξερίζωσε το οικόσημο που υπήρχε εκεί. Μπήκα μέσα στο χώρο που η σκεπή είχε καταρρεύσει. Εντόπισα μία μεγάλη σιδερένια βέργα, ένα ποδήλατο, ένα λάστιχο μηχανής και ένα αυτοκινήτου. Αποφάσισα να κάνω κάτι με αυτά. Τα έβαψα, χρησιμοποιώντας και το σώμα του ποδηλάτου σαν στένσιλ στην πόρτα. Προσπάθησα να κάνω την μεγάλη σιδερένια βέργα να αιωρείται με την βοήθεια των ελαστικών και στη συνέχεια έχτισα ένα μικρό φούρνο με τα τούβλα που θύμιζαν Βενετσίανικα. Ακολούθησαν δύο εκρήξεις μέσα στον φούρνο τις οποίες και βιντεοσκόπησα. Όλη η διαδικασία έγινε με τέτοιο φλοόυ, χωρίς καν να σκέπτομαι, με οδηγούσαν τα υλικά τα οποία δεν προσπαθούσα να δαμάσω όπως την μπογιά στη ζωγραφική για να δημιουργήσω μορφές αλλά ήταν κάτι χειρωνακτικό σαν εργατική δουλειά με μια θρησκευτική ροή. Το αποτέλεσμα με ικανοποίησε χωρίς να έχει κάποια ανταλλακτική αξία σαν αντικείμενο. Ο Αλεσάντρο εκτίμησε πολύ την προσπάθεια μας και μας ευχαρίστησε αρκετές φορές. 
       Έπρεπε να ξεκουραστούμε γιατί την επόμενη μέρα μας περίμενε το εργοστάσιο. Δεν το κάναμε όμως και πήγαμε νομίζω στο χειρότερο καραόκι κωλόμπαρο που έχω δει για να γιορτάσουμε. Έπαιξε το κακάο κακαό και χορέψαμε όλοι μαζί σε τρενάκι σαν σε χαζή ταινία. 
        Επιτέλους φάγαμε! Πίτσα! Βίγκαν αλλά τουλάχιστον φάγαμε. Θα το κόψω το κρέας, που θα πάει. Ο Ντάμιαν απ' το Βερολίνο που μου θύμισε τον ήρωα του Χέρμαν Έσσε έβγαλε ένα χοντρό μαύρο μάρκερ και άρχισε να ζωγραφίζει πάνω στα χάρτινα κουτιά, οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Ο Σέζαρε με την φίλη του απ' την Μπολόνια έφτιαξαν με τα κουτιά δύο ψεύτικες ρακέτες του τένις και άρχισαν να κάνουν πως παίζουν σαν παντομίμα ενώ προσποιούνταν τον ήχο της μπάλας. Όλοι κοιτούσαμε δεξιά κι αριστερά σαν σε κανονικό αγώνα. Δις ίζ Ινβίζιμπλ Τένις είπε η Φλάβια με καμάρι. Σαν το Μπλόου Απ του Αντοντιόνι της είπα. Ναι, την τελευταία σκηνή που οι ομάδα των μίμων/αναρχικών/προχίπιδων που περιφέρονταν με ένα βανάκι κατέληξε να παίζει τένις στον τόπο του εγκλήματος και μαζί τους βρέθηκε και ο πρωταγωνιστής φωτογράφος που προσπαθούσε να βρει απαντήσεις στο μυστήριο. Τότε σκέφτηκα πως κάτι τέτοιο είμαστε και εμείς. Ένα μεταμοντέρνο είδος προχίπιδων, ίσως κάτι σαν τους Μπήτνικς. Αλλά αυτό θα μπορούσε να μας το πει καλύτερα ο Νάνος Βαλαωρίτης που είχε τέτοια εμπειρία και ίσως θα ήταν ο μόνος που γνωρίζω ότι θα μπορούσε να συγκρίνει. Στην εισαγωγή του Έξιτ Θρού Δε Γκίφτ Σόπ, ο αφηγητής του Μπάνκσυ, δηλώνει πως το μεγαλύτερο αντισυστημικό κίνημα μετά την Πανκ είναι το στρήτ αρτ και εδώ θα συμφωνήσω μαζί του. Όπως και την πανκ, το σύστημα προσπαθεί να αφομοιώσει και το στρητ αρτ θα συμπληρώσω. Αλλά ομάδες σαν του Αλεσάντρο και προσπάθειες σαν το Ρουράλες δεν μοιάζουν να χωράνε πουθενά, ούτε να εξυπηρετούν κάποιο ιδιωτικό συμφέρον. Ίσως είναι μια απ`τις στιγμές της ιστορίας που αν πιστεύαμε λίγο παραπάνω στην ματαιοδοξία μας να ιδρύαμε ένα κίνημα. Όπως οι ρομαντιστές στα σαλόν ή οι καταστασιακοί στα καφέ. Δεν έχει σημασία πως θα το ονομάζαμε. Ας το λέγαν και ζουζουνισμό. Όλοι μοιάζαμε, βρώμικα παντελόνια, δημιουργικοί, με τις ίδιες ελευθεριακές ιδέες και τις ίδιες περίπου πρακτικές. Μόνο που δεν είχαμε ξανασυναντηθεί και ερχόμασταν από διαφορετικές χώρες αλλά ήμασταν όλοι τόσο ίδιοι και μας συνέδεε το πάθος για την τέχνη στον δημόσιο χώρο. 
       Τώρα όμως έπρεπε πραγματικά να ξεκουραστούμε. Άνθρωποι είμαστε, όχι ρομπότ. Επόμενη στάση το Εργοστάσιο της Οφφίτσινε Ρετζιάνε.